- αποσυναγωγος
- ἀποσυνάγωγοςἀπο-συνάγωγος2отлученный от синагоги NT.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποσυνάγωγος — expelled from the synagogue masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσυνάγωγος — (AM ἀποσυνάγωγος, ον) [συναγωγή] 1. αυτός που έχει εκδιωχθεί από τη Συναγωγή 2. ο απόβλητος, ο αποκηρυγμένος … Dictionary of Greek
αποσυνάγωγος — ο 1. αυτός που διώχτηκε από την εβραϊκή συναγωγή: Όταν ο Παύλος έγινε χριστιανός, οι Εβραίοι τον έκαμαν αποσυνάγωγο. 2. ο αποδιωγμένος από κάποιον όμιλο, ο αποκηρυγμένος: Μόλις εγκατάλειψε την παράταξή τους, τον κήρυξαν αποσυνάγωγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποσυνάγωγον — ἀποσυνάγωγος expelled from the synagogue masc/fem acc sg ἀποσυνάγωγος expelled from the synagogue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυναγώγου — ἀποσυνάγωγος expelled from the synagogue masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυναγώγους — ἀποσυνάγωγος expelled from the synagogue masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυναγώγων — ἀποσυνάγωγος expelled from the synagogue masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυνάγωγοι — ἀποσυνάγωγος expelled from the synagogue masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՊԻՐԱՏ — (ի, ից կամ աց.) NBH 1 0276 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c ա. (ʼի ձայնիցս՝ հյ. իր, իրաւունք, եւ լծ. ընդ այլ եւ այլ ձայնս այլոց ազգաց.) ἅτοπος, ἁδικῶν absurdus, injustus, iniquus Անտեղի. անպատեհ. անվայել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
АНАФЕМА — [греч. ἀνάθεμα отлучение от Церкви], отлучение христианина от общения с верными и от святых таинств, применяемое в качестве высшей церковной кары за тяжкие прегрешения (прежде всего за измену Православию и уклонение в ересь или раскол) и соборно… … Православная энциклопедия